πυρόφις

πυρόφις
-εως, ο, Ν
στρ. τύπος παλαιού πυροβόλου που οφείλει την ονομασία του στη μακριά και λεπτή του κάννη και το οποίο ήταν κυρίως όπλο πολιορκίας με μεγάλο βεληνεκές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + όφις. Η. λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. couleuvrine, «αρχαίο τηλεβόλο» (< γαλλ. couleuvre «όφις»). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ημιπύροφις — όφεως, η είδος παλαιού επιμήκους πυροβόλου που έβαλλε σφαιρικά βλήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πύροφις «πυροβόλο όπλο»] …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”